Αρχική
/
Νέα
/
Κοινοβουλευτικές Δραστηριότητες
/
Ένα ακόμα συνταγματικό πραξικόπημα Παπανδρέου-Τρόικας
26/08/2011
Κοινοβουλευτικες Δραστηριοτητες
Ένα ακόμα συνταγματικό πραξικόπημα Παπανδρέου-Τρόικας
Ενα ακόμα συνταγματικό πραξικόπημα Παπανδρέου-τρόικας- το σχέδιο νόμου «θεσμικό πλαίσιο για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, τις συλλογικές οργανώσεις και την επιχειρηματικότητα του αγροτικού κόσμου- οργάνωση της εποπτείας του κράτους»
Του Μανωλη Κ. Κεφαλογιαννη, Βουλευτή Ηρακλειου Δύο παράγοντες πρέπει να ληφθούν υπόψη από το νομοθέτη κατά τη σύνταξη ενός νομοσχεδίου για τις συλλογικές οργανώσεις των αγροτών:
1. Η μεγάλη κοινωνική σημασία που έχουν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί για κάθε χώρα και ιδιαίτερα για την Ελλάδα που εξακολουθεί να έχει, σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε., σημαντικό ποσοστό του ενεργού πληθυσμού της απασχολούμενο στη γεωργία και..ταυτόχρονα μικρές αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Η επιβίωση αυτών των εκμεταλλεύσεων, που συνδέεται και με την αποτροπή της ερήμωσης πολλών απομακρυσμένων περιοχών της χώρας μας, μπορεί να προωθηθεί με τις ενισχύσεις των συνεταιρισμών. Μέσω αυτών, οι αγρότες μπορούν να επιτύχουν μείωση του κόστους, αύξηση του περιθωρίου κέρδους και βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων. 2.Πέραν της κοινωνικής τους διάστασης, οι συνεταιρισμοί δεν παύουν να είναι επιχειρήσεις που πρέπει να λειτουργούν με όρους ανταγωνιστικότητας, ιδιαίτερα σήμερα που εξελίξεις τόσο σε παγκόσμιο (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου) όσο και σε ευρωπαϊκό (αναθεώρηση Κοινής Αγροτικής Πολιτικής) δημιουργούν ένα περιβάλλον έντονα ανταγωνιστικό. Η οικονομική ευρωστία είναι, κατά συνέπεια, η βασικότερη επιδίωξη κάθε συνεταιρισμού αλλά και για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Η οικονομική όμως ευρωστία επιτυγχάνεται από την ενεργητικότητα και το δυναμισμό του ίδιου του συνεταιρισμού και όχι με άνωθεν εντολές. Για το λόγο αυτό, οποιαδήποτε νομοθετική παρέμβαση πρέπει να περιορίζεται στη θέσπιση ενός πλαισίου λειτουργίας τους και όχι στη λεπτομερειακή ρύθμιση όλων των θεμάτων. Παράλληλα, ο νομοθέτης οφείλει να παρέμβει προκειμένου να προσαρμόσει ή και να καταργήσει ρυθμίσεις που τέθηκαν κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες για τους συνεταιρισμούς αλλά και ευρύτερα για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Αντί αυτών με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο, το οποίο συνάντησε την κάθετη και ομόφωνη αντίδραση της ΠΑΣΕΓΕΣ, η κυβερνηση Παπανδρέου-Τρόικας: 1. Αρθρο 8: Με την παρ. 1 προβλέπεται η σύσταση Διεπαγγελματικών Οργανώσεων (ΔΟ) με τη μορφή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Στην ίδια διάταξη αναφέρεται ότι οι ΔΟ «συγκεντρώνουν τους εκπροσώπους...». Υπάρχει λοιπόν το ζήτημα ποια πρόσωπα θα ιδρύσουν τις ΔΟ, φυσικά, οι εκπρόσωποι των επαγγελματικών οργανώσεων, ενώσεων και εταιρειών, ή τα ίδια αυτά νομικά πρόσωπα; Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι δεν θα ήταν άστοχο να προστεθεί κάποιος προσδιορισμός που να εξειδικεύει κάπως το είδος των διεπεγγελματικών οργανώσεων που θεσμοθετούνται με το παρόν άρθρο. (όπως π.χ. Παραγωγικές Διεπαγγελματικές Οργανώσεις ή Αγροτοκτηνοτροφικές Διεπαγγελματικές Οργανώσεις κ.λπ.). Τούτο, διότι ο όρος είναι εξαιρετικά ευρύς και υπάρχουν πολλές διεπαγγελματικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς της συναλλακτικής και οικονομικής ζωής. Σύμφωνα με την παρ. 2 του υπό εξέταση άρθρου, οι Διεπαγγελματικές Οργανώσεις θα αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, «(β) Στον καθορισμό ειδικών θεμάτων και την προώθηση σύναψης συμφωνιών μεταξύ των μελών τους για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα ή για ορισμένη γεωγραφική περιοχή ή για την αντιμετώπιση συγκυριακών αναγκών, ιδίως με την κατάρτιση διεπαγγελματικών συμφωνιών ή κανόνων δράσης ή δεοντολογίας ή εναρμονισμένων πρακτικών, εφόσον αυτές δεν αντιβαίνουν στην εθνική ή κοινοτική νομοθεσία.» Η εξεταζόμενη διάταξη επιβάλλει ρητά να μην αντιβαίνουν οι συμφωνίες και πρακτικές που θα συνάπτουν ή θα καθορίζουν οι Δ.Ο. σε διατάξεις της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας. Ειδικά όμως όσον αφορά στην παραγωγή, επεξεργασία και εμπορία αγροτοκτηνοτροφικών και συναφών προϊόντων, τόσο η εθνική όσο και η κοινοτική νομοθεσία επιδεικνύουν μιαν ελαστικότητα ως προς την εφαρμογή των διατάξεων περί ελευθέρου ανταγωνισμού (Κανονισμός 1186/2006 του Συμβουλίου, άρθρο 101 Συνθήκης της Λισαβόνας). Με την παράγραφο 5 παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων να καθορίζει με αποφάσεις του όσα στις περιπτώσεις (α) μέχρι και (γ) της ίδιας παραγράφου αναφέρονται και να επιβάλλει κυρώσεις γενικώς και αορίστως κατά παράβαση των κριτήριων του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος. 2. Άρθρο 15: Με το άρθρο αυτό θεσπίζονται υπέρ των συλλογικών αγροτικών οργανώσεων (ΣΑΟ) φορολογικά κίνητρα – απαλλαγές που λειτουργούν ως έμμεση, φορολογικού χαρακτήρα, ενίσχυση αυτών. Ωστόσο, υπάρχουν αντιρρήσεις ως προς την ορθότητα ορισμένων από τις φορολογικές απαλλαγές που παρέχονται στους συνεταιρισμούς και τα μέλη τους και ιδιαίτερα ως προς τη φορολογική εξομοίωση με το Δημόσιο σε περίπτωση αγοράς ακινήτων (βλ. παρ. 3). Οι συνεταιρισμοί, στην προσπάθεια αυτόνομης ανάπτυξής τους, θα πρέπει να στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις και όχι σε ένα προνομιακό φορολογικό καθεστώς. Με τις άνω ρυθμίσεις φαίνεται να χορηγούνται κρατικές ενισχύσεις, δημιουργείται δε προβληματισμός ως προς το εάν αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παρ. 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προβλέπει ότι «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως». 3. Άρθρο 16: Με το παρόν άρθρο τροποποιούνται ορισμένα άρθρα του ν. 2810/2000 και σημειώνονται επί των επιμέρους τροποποιήσεων τα ακόλουθα: Ελλειψη κάθε αναφοράς σε ένα σημαντικό όργανο του συνεταιρισμού, το Εποπτικό Συμβούλιο. Το όργανο αυτό ήταν ένα όργανο εκλεγμένο από τη Γ.Σ. του συνεταιρισμού και συνεπώς είχε άμεση πολιτική νομιμοποίηση (βλ. άρθρο 25 του ν.2169/93). Η ύπαρξη ενός οργάνου εκλεγμένου από τον συνεταιρισμό που θα ελέγχει το Δ.Σ., πέραν του τεχνοκρατικού ελέγχου που θα γίνεται από τους ορκωτούς λογιστές, είναι χρήσιμη, καθώς συμβάλλει στη διαφάνεια και καλύπτει τη διαδικασία εσωτερικού ελέγχου που δεν έχουν οι μικροί τουλάχιστον συνεταιρισμοί. Για το λόγο αυτό προτείνεται η επαναφορά σε ισχύ του άρθρου 25 του ν. 2169/93. Η καθιέρωση του ενιαίου ψηφοδελτίου στις αρχαιρεσίες εκλογής του Δ.Σ. έχει τη δυνατότητα να επενεργήσει θετικά για το συνεταιρισμό, επιτρέποντας την ανάδειξη προσώπων ικανών ανεξάρτητα από ομαδοποιήσεις. Η διάταξη όμως αυτή πρέπει να συνοδευθεί αφενός από τη θέσπιση ενιαίου τρόπου εκλογής και αφετέρου από τη διασφάλιση της ευρύτερης δυνατής εκπροσώπησης τάσεων και απόψεων στο Δ.Σ. 4. Άρθρο 20: Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί που αξιολογούνται ως ανενεργοί οφείλουν να συγχωνευθούν με άλλο ενεργό συνεταιρισμό διαφορετικά τίθενται σε αναγκαστική εκκαθάριση. Τίθεται όμως το εξής ερώτημα: αν ο ανενεργός συνεταιρισμός είναι υπερχρεωμένος και ζητήσει να συγχωνευθεί με άλλο ενεργό συνεταιρισμό, τι θα συμβεί στην περίπτωση που ο ενεργός συνεταιρισμός με απόφαση της Γενικής του Συνέλευσης απορρίψει το αίτημα συγχωνεύσεως με υπερχρεωμένο συνεταιρισμό; Και δικαίως βέβαια αφού θα χρεοκοπήσουν αυτονοήτως και οι δύο. Οι Γενικές Συνελεύσεις των Συνεταιρισμών δεν ερωτώνται εάν επιθυμούν ή όχι την συγχώνευσή τους ή την μετατροπή τους. Απλώς το ν/σ τους δίνει το δικαίωμα να αποφασίσουν σε τι θα μετατραπούν, σε Συνεταιρισμό ή σε Ανώνυμη Εταιρεία. Και μάλιστα με το πρωτοφανές να αποφασίζεται αυτό με απλή πλειοψηφία των παρόντων. Παρά το γεγονός ότι ε όλα τα νομικά πρόσωπα, αποφάσεις που αφορούν σε μετατροπές ,συγχωνεύσεις, εκκαθαρίσεις λαμβάνονται με την αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία των 2/3 των ψήφων που εκπροσωπούνται στην Γενική Συνέλευση. Ουσιαστικά είναι με την απαρτία των 2/3 του όλου αριθμού των ψήφων και την πλειοψηφία των 2/3 των ψήφων. Η παρ. 7 ορίζει ότι «Οι συνεταιριστικές εταιρείες οι οποίες έχουν ιδρυθεί και λειτουργούν κατά το άρθρο 32 του ν. 2810/2000 θεωρείται αυτόματα ΑΕΣ (αγροτική εταιρική σύμπραξη) ( δηλ. ανώνυμη εταιρεία) εφόσον στη μετοχική της σύνθεση μετέχουν κατά πλειοψηφία αγροτικοί συνεταιρισμοί του παρόντος νόμου». Η διάταξη θα παρουσιάσει δυσκολίες στην εφαρμογή της διότι: α) τι θα συμβεί με τις συνεταιριστικές εταιρείες, οι οποίες έχουν ιδρυθεί πριν την ισχύ του Νόμου 2810/2000 β) πως θεωρούνται αυτόματα αγροτικές εταιρικές συμπράξεις ΑΕΣ (προφανώς από την έναρξη ισχύος του Νόμου) αφού στην μετοχική τους σύνθεση θα μετέχουν κατά πλειοψηφία πρωτοβάθμιοι αγροτικοί συνεταιρισμοί οι οποίοι θα προκύψουν, και αν προκύψουν, μετά την 30-6-2012. Και αν από την μετοχική τους σύνθεση προκύψουν πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί (ΑΣ) και ΑΕΣ πως θεωρείται αυτόματα ΑΕΣ αφού σύμφωνα με το άρθρο 6 του Σ/Ν οι ΑΣ και οι Ομάδες Παραγωγών μόνον μπορεί να συγκροτούν αγροτικές εταιρικές συμπράξεις; Και πως μία συνεταιριστική εταιρεία θεωρείται αυτόματα ΑΕΣ αφού για να δημιουργηθεί η ΑΕΣ πρέπει να συμπράξουν Συνεταιρισμοί και Ομάδες Παραγωγών, ή μήπως έχει άλλη έννοια το άρθρο 6 παραγρ. 1. Το βασικό ερώτημα είναι πως είναι δυνατόν να αλλάζει εκ του νόμου ο σκοπός μιας εταιρείας, χωρίς να τροποποιείται το καταστατικό της; Συνοψίζοντας παρατηρούμε ότι το νομοσχέδιο απαγορεύει στους συνεταιρισμούς να ιδρύουν μεταξύ τους ενώσεις, κατά την κρίση τους και σύμφωνα με τις ανάγκες τους, όταν π.χ. θέλουν να δημιουργήσουν είτε μεγάλες οικονομικές συνεταιριστικές μονάδες, οι οποίες θα συντονίζουν το έργο τους σε συγκεκριμένο τομέα, είτε όταν λόγοι οικονομικοί ή φορολογικοί το επιβάλλουν, ή όταν θέλουν κάποιο όργανο το οποίο θα εξυπηρετεί το έργο τους σε θέματα μελετών, πληροφοριών, που αφορούν στα προϊόντα και στην επιχειρηματική δράση, σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Η ρύθμιση έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της αυτονομίας και της αυτοδιοίκησης, αλλά και στις λοιπές διατάξεις και το πνεύμα του Ν.2810/2000. Το θέμα αυτό έχει λυθεί, με γνωμοδότηση του εκπόνησε ο καθηγητής Δ. Τσάτσος το έτος 1985, όπου αναφέρει ότι η σχετική απαγόρευση, βάλει κατά του πυρήνα του ατομικού δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. Το νομοσχέδιο δημιουργεί τρία μορφώματα: τον Αγροτικό Συνεταιρισμό, την Ομάδα Παραγωγών και την Αγροτική Εταιρική Σύμπραξη. Και τα τρία αυτά μορφώματα έχουν τους ίδιους ακριβώς σκοπούς, τις ίδιες δραστηριότητες, ενεργούν στις ίδιες περιφέρειες, έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις εγγραφής μελών (ΑΣ και ΟΠ). Ουδείς γνωρίζει ποια ανάγκη εξυπηρετεί η ρύθμιση. Το νομοσχέδιο απαγορεύει το δικαίωμα του εκλέγεσθαι των μη κατά κύριο επάγγελμα αγροτών. Ο καθηγητής κ .Ν. Αλιβιζάτος σε σχετική Γνωμοδότησή του, αποφαίνεται ότι η διάταξη είναι αντισυνταγματική. Ο περιορισμός έρχεται και σε αντίθεση και με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 8 του Ν. 2810/2000. Μη ανεκτές από το Σύνταγμα κρίνει ο κ. Αλιβιζάτος και τις διατάξεις που αφορούν στην αναγκαστική συγχώνευση , στις βασικές αρχές, για την άσκηση της κρατικής εποπτείας στους συνεταιρισμούς, που αναφέρονται σε θέματα επιχειρηματικής δράσης καθώς και στη διάταξη του συνεδρίου των αντιπροσώπων, που αφορά στην ΠΑΣΕΓΕΣ. Η «σοσιαλιστική» κυβερνηση ΓΑ Παπανδρεου παραβλέπει τη σύσταση 193/2002 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Συμφωνα με την οποία: «Oι Κυβερνήσεις οφείλουν να υιοθετήσουν μία ευνοϊκή πολιτική και ένα νομικό καθεστώς τα οποία να συμφωνούν με τη ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά των συνεταιρισμών, και να έχουν ως βάση τις συνεταιριστικές αρχές και αξίες. Να προωθούν τη διδασκαλία των συνεταιριστικών αρχών και των υφισταμένων πρακτικών εφαρμογής τους καθώς και της επιμόρφωσης που αφορά σε αυτές σε όλα τα επίπεδα όλων των εθνικών συστημάτων παιδείας και κατάρτισης και σε ολόκληρη την κοινωνία». Η Κυβερνηση ΓΑ Παπανδρεου παραβλέπει το γεγονός η ανάπτυξη του συνεταιριστικού κινήματος δεν θα προκληθεί από ένα νομοθέτημα όσο καλό και εάν είναι. Η βασική ευθύνη ανήκει στην ελληνική κοινωνία και τους αγροτικούς συνδικαλιστικούς φορείς να ενημερώσουν τους αγρότες για τις δυνατότητες που υπάρχουν και να τους ενεργοποιήσουν προς την κατεύθυνση της δημιουργίας οικονομικά εύρωστων συνεταιρισμών μέσα από τη συμμετοχή περισσότερων αγροτών σε αυτούς αλλά και τη συνένωση μικρών και δύσκολα βιώσιμων συνεταιρισμών σε μεγαλύτερες και ανταγωνιστικότερες οικονομικές μονάδες. Ηράκλειο Αύγουστος 2011
Του Μανωλη Κ. Κεφαλογιαννη, Βουλευτή Ηρακλειου Δύο παράγοντες πρέπει να ληφθούν υπόψη από το νομοθέτη κατά τη σύνταξη ενός νομοσχεδίου για τις συλλογικές οργανώσεις των αγροτών:
1. Η μεγάλη κοινωνική σημασία που έχουν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί για κάθε χώρα και ιδιαίτερα για την Ελλάδα που εξακολουθεί να έχει, σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε., σημαντικό ποσοστό του ενεργού πληθυσμού της απασχολούμενο στη γεωργία και..ταυτόχρονα μικρές αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Η επιβίωση αυτών των εκμεταλλεύσεων, που συνδέεται και με την αποτροπή της ερήμωσης πολλών απομακρυσμένων περιοχών της χώρας μας, μπορεί να προωθηθεί με τις ενισχύσεις των συνεταιρισμών. Μέσω αυτών, οι αγρότες μπορούν να επιτύχουν μείωση του κόστους, αύξηση του περιθωρίου κέρδους και βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων. 2.Πέραν της κοινωνικής τους διάστασης, οι συνεταιρισμοί δεν παύουν να είναι επιχειρήσεις που πρέπει να λειτουργούν με όρους ανταγωνιστικότητας, ιδιαίτερα σήμερα που εξελίξεις τόσο σε παγκόσμιο (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου) όσο και σε ευρωπαϊκό (αναθεώρηση Κοινής Αγροτικής Πολιτικής) δημιουργούν ένα περιβάλλον έντονα ανταγωνιστικό. Η οικονομική ευρωστία είναι, κατά συνέπεια, η βασικότερη επιδίωξη κάθε συνεταιρισμού αλλά και για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Η οικονομική όμως ευρωστία επιτυγχάνεται από την ενεργητικότητα και το δυναμισμό του ίδιου του συνεταιρισμού και όχι με άνωθεν εντολές. Για το λόγο αυτό, οποιαδήποτε νομοθετική παρέμβαση πρέπει να περιορίζεται στη θέσπιση ενός πλαισίου λειτουργίας τους και όχι στη λεπτομερειακή ρύθμιση όλων των θεμάτων. Παράλληλα, ο νομοθέτης οφείλει να παρέμβει προκειμένου να προσαρμόσει ή και να καταργήσει ρυθμίσεις που τέθηκαν κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες για τους συνεταιρισμούς αλλά και ευρύτερα για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Αντί αυτών με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο, το οποίο συνάντησε την κάθετη και ομόφωνη αντίδραση της ΠΑΣΕΓΕΣ, η κυβερνηση Παπανδρέου-Τρόικας: 1. Αρθρο 8: Με την παρ. 1 προβλέπεται η σύσταση Διεπαγγελματικών Οργανώσεων (ΔΟ) με τη μορφή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Στην ίδια διάταξη αναφέρεται ότι οι ΔΟ «συγκεντρώνουν τους εκπροσώπους...». Υπάρχει λοιπόν το ζήτημα ποια πρόσωπα θα ιδρύσουν τις ΔΟ, φυσικά, οι εκπρόσωποι των επαγγελματικών οργανώσεων, ενώσεων και εταιρειών, ή τα ίδια αυτά νομικά πρόσωπα; Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι δεν θα ήταν άστοχο να προστεθεί κάποιος προσδιορισμός που να εξειδικεύει κάπως το είδος των διεπεγγελματικών οργανώσεων που θεσμοθετούνται με το παρόν άρθρο. (όπως π.χ. Παραγωγικές Διεπαγγελματικές Οργανώσεις ή Αγροτοκτηνοτροφικές Διεπαγγελματικές Οργανώσεις κ.λπ.). Τούτο, διότι ο όρος είναι εξαιρετικά ευρύς και υπάρχουν πολλές διεπαγγελματικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς της συναλλακτικής και οικονομικής ζωής. Σύμφωνα με την παρ. 2 του υπό εξέταση άρθρου, οι Διεπαγγελματικές Οργανώσεις θα αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, «(β) Στον καθορισμό ειδικών θεμάτων και την προώθηση σύναψης συμφωνιών μεταξύ των μελών τους για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα ή για ορισμένη γεωγραφική περιοχή ή για την αντιμετώπιση συγκυριακών αναγκών, ιδίως με την κατάρτιση διεπαγγελματικών συμφωνιών ή κανόνων δράσης ή δεοντολογίας ή εναρμονισμένων πρακτικών, εφόσον αυτές δεν αντιβαίνουν στην εθνική ή κοινοτική νομοθεσία.» Η εξεταζόμενη διάταξη επιβάλλει ρητά να μην αντιβαίνουν οι συμφωνίες και πρακτικές που θα συνάπτουν ή θα καθορίζουν οι Δ.Ο. σε διατάξεις της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας. Ειδικά όμως όσον αφορά στην παραγωγή, επεξεργασία και εμπορία αγροτοκτηνοτροφικών και συναφών προϊόντων, τόσο η εθνική όσο και η κοινοτική νομοθεσία επιδεικνύουν μιαν ελαστικότητα ως προς την εφαρμογή των διατάξεων περί ελευθέρου ανταγωνισμού (Κανονισμός 1186/2006 του Συμβουλίου, άρθρο 101 Συνθήκης της Λισαβόνας). Με την παράγραφο 5 παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση στον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων να καθορίζει με αποφάσεις του όσα στις περιπτώσεις (α) μέχρι και (γ) της ίδιας παραγράφου αναφέρονται και να επιβάλλει κυρώσεις γενικώς και αορίστως κατά παράβαση των κριτήριων του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος. 2. Άρθρο 15: Με το άρθρο αυτό θεσπίζονται υπέρ των συλλογικών αγροτικών οργανώσεων (ΣΑΟ) φορολογικά κίνητρα – απαλλαγές που λειτουργούν ως έμμεση, φορολογικού χαρακτήρα, ενίσχυση αυτών. Ωστόσο, υπάρχουν αντιρρήσεις ως προς την ορθότητα ορισμένων από τις φορολογικές απαλλαγές που παρέχονται στους συνεταιρισμούς και τα μέλη τους και ιδιαίτερα ως προς τη φορολογική εξομοίωση με το Δημόσιο σε περίπτωση αγοράς ακινήτων (βλ. παρ. 3). Οι συνεταιρισμοί, στην προσπάθεια αυτόνομης ανάπτυξής τους, θα πρέπει να στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις και όχι σε ένα προνομιακό φορολογικό καθεστώς. Με τις άνω ρυθμίσεις φαίνεται να χορηγούνται κρατικές ενισχύσεις, δημιουργείται δε προβληματισμός ως προς το εάν αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παρ. 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προβλέπει ότι «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως». 3. Άρθρο 16: Με το παρόν άρθρο τροποποιούνται ορισμένα άρθρα του ν. 2810/2000 και σημειώνονται επί των επιμέρους τροποποιήσεων τα ακόλουθα: Ελλειψη κάθε αναφοράς σε ένα σημαντικό όργανο του συνεταιρισμού, το Εποπτικό Συμβούλιο. Το όργανο αυτό ήταν ένα όργανο εκλεγμένο από τη Γ.Σ. του συνεταιρισμού και συνεπώς είχε άμεση πολιτική νομιμοποίηση (βλ. άρθρο 25 του ν.2169/93). Η ύπαρξη ενός οργάνου εκλεγμένου από τον συνεταιρισμό που θα ελέγχει το Δ.Σ., πέραν του τεχνοκρατικού ελέγχου που θα γίνεται από τους ορκωτούς λογιστές, είναι χρήσιμη, καθώς συμβάλλει στη διαφάνεια και καλύπτει τη διαδικασία εσωτερικού ελέγχου που δεν έχουν οι μικροί τουλάχιστον συνεταιρισμοί. Για το λόγο αυτό προτείνεται η επαναφορά σε ισχύ του άρθρου 25 του ν. 2169/93. Η καθιέρωση του ενιαίου ψηφοδελτίου στις αρχαιρεσίες εκλογής του Δ.Σ. έχει τη δυνατότητα να επενεργήσει θετικά για το συνεταιρισμό, επιτρέποντας την ανάδειξη προσώπων ικανών ανεξάρτητα από ομαδοποιήσεις. Η διάταξη όμως αυτή πρέπει να συνοδευθεί αφενός από τη θέσπιση ενιαίου τρόπου εκλογής και αφετέρου από τη διασφάλιση της ευρύτερης δυνατής εκπροσώπησης τάσεων και απόψεων στο Δ.Σ. 4. Άρθρο 20: Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί που αξιολογούνται ως ανενεργοί οφείλουν να συγχωνευθούν με άλλο ενεργό συνεταιρισμό διαφορετικά τίθενται σε αναγκαστική εκκαθάριση. Τίθεται όμως το εξής ερώτημα: αν ο ανενεργός συνεταιρισμός είναι υπερχρεωμένος και ζητήσει να συγχωνευθεί με άλλο ενεργό συνεταιρισμό, τι θα συμβεί στην περίπτωση που ο ενεργός συνεταιρισμός με απόφαση της Γενικής του Συνέλευσης απορρίψει το αίτημα συγχωνεύσεως με υπερχρεωμένο συνεταιρισμό; Και δικαίως βέβαια αφού θα χρεοκοπήσουν αυτονοήτως και οι δύο. Οι Γενικές Συνελεύσεις των Συνεταιρισμών δεν ερωτώνται εάν επιθυμούν ή όχι την συγχώνευσή τους ή την μετατροπή τους. Απλώς το ν/σ τους δίνει το δικαίωμα να αποφασίσουν σε τι θα μετατραπούν, σε Συνεταιρισμό ή σε Ανώνυμη Εταιρεία. Και μάλιστα με το πρωτοφανές να αποφασίζεται αυτό με απλή πλειοψηφία των παρόντων. Παρά το γεγονός ότι ε όλα τα νομικά πρόσωπα, αποφάσεις που αφορούν σε μετατροπές ,συγχωνεύσεις, εκκαθαρίσεις λαμβάνονται με την αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία των 2/3 των ψήφων που εκπροσωπούνται στην Γενική Συνέλευση. Ουσιαστικά είναι με την απαρτία των 2/3 του όλου αριθμού των ψήφων και την πλειοψηφία των 2/3 των ψήφων. Η παρ. 7 ορίζει ότι «Οι συνεταιριστικές εταιρείες οι οποίες έχουν ιδρυθεί και λειτουργούν κατά το άρθρο 32 του ν. 2810/2000 θεωρείται αυτόματα ΑΕΣ (αγροτική εταιρική σύμπραξη) ( δηλ. ανώνυμη εταιρεία) εφόσον στη μετοχική της σύνθεση μετέχουν κατά πλειοψηφία αγροτικοί συνεταιρισμοί του παρόντος νόμου». Η διάταξη θα παρουσιάσει δυσκολίες στην εφαρμογή της διότι: α) τι θα συμβεί με τις συνεταιριστικές εταιρείες, οι οποίες έχουν ιδρυθεί πριν την ισχύ του Νόμου 2810/2000 β) πως θεωρούνται αυτόματα αγροτικές εταιρικές συμπράξεις ΑΕΣ (προφανώς από την έναρξη ισχύος του Νόμου) αφού στην μετοχική τους σύνθεση θα μετέχουν κατά πλειοψηφία πρωτοβάθμιοι αγροτικοί συνεταιρισμοί οι οποίοι θα προκύψουν, και αν προκύψουν, μετά την 30-6-2012. Και αν από την μετοχική τους σύνθεση προκύψουν πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί (ΑΣ) και ΑΕΣ πως θεωρείται αυτόματα ΑΕΣ αφού σύμφωνα με το άρθρο 6 του Σ/Ν οι ΑΣ και οι Ομάδες Παραγωγών μόνον μπορεί να συγκροτούν αγροτικές εταιρικές συμπράξεις; Και πως μία συνεταιριστική εταιρεία θεωρείται αυτόματα ΑΕΣ αφού για να δημιουργηθεί η ΑΕΣ πρέπει να συμπράξουν Συνεταιρισμοί και Ομάδες Παραγωγών, ή μήπως έχει άλλη έννοια το άρθρο 6 παραγρ. 1. Το βασικό ερώτημα είναι πως είναι δυνατόν να αλλάζει εκ του νόμου ο σκοπός μιας εταιρείας, χωρίς να τροποποιείται το καταστατικό της; Συνοψίζοντας παρατηρούμε ότι το νομοσχέδιο απαγορεύει στους συνεταιρισμούς να ιδρύουν μεταξύ τους ενώσεις, κατά την κρίση τους και σύμφωνα με τις ανάγκες τους, όταν π.χ. θέλουν να δημιουργήσουν είτε μεγάλες οικονομικές συνεταιριστικές μονάδες, οι οποίες θα συντονίζουν το έργο τους σε συγκεκριμένο τομέα, είτε όταν λόγοι οικονομικοί ή φορολογικοί το επιβάλλουν, ή όταν θέλουν κάποιο όργανο το οποίο θα εξυπηρετεί το έργο τους σε θέματα μελετών, πληροφοριών, που αφορούν στα προϊόντα και στην επιχειρηματική δράση, σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Η ρύθμιση έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της αυτονομίας και της αυτοδιοίκησης, αλλά και στις λοιπές διατάξεις και το πνεύμα του Ν.2810/2000. Το θέμα αυτό έχει λυθεί, με γνωμοδότηση του εκπόνησε ο καθηγητής Δ. Τσάτσος το έτος 1985, όπου αναφέρει ότι η σχετική απαγόρευση, βάλει κατά του πυρήνα του ατομικού δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. Το νομοσχέδιο δημιουργεί τρία μορφώματα: τον Αγροτικό Συνεταιρισμό, την Ομάδα Παραγωγών και την Αγροτική Εταιρική Σύμπραξη. Και τα τρία αυτά μορφώματα έχουν τους ίδιους ακριβώς σκοπούς, τις ίδιες δραστηριότητες, ενεργούν στις ίδιες περιφέρειες, έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις εγγραφής μελών (ΑΣ και ΟΠ). Ουδείς γνωρίζει ποια ανάγκη εξυπηρετεί η ρύθμιση. Το νομοσχέδιο απαγορεύει το δικαίωμα του εκλέγεσθαι των μη κατά κύριο επάγγελμα αγροτών. Ο καθηγητής κ .Ν. Αλιβιζάτος σε σχετική Γνωμοδότησή του, αποφαίνεται ότι η διάταξη είναι αντισυνταγματική. Ο περιορισμός έρχεται και σε αντίθεση και με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 8 του Ν. 2810/2000. Μη ανεκτές από το Σύνταγμα κρίνει ο κ. Αλιβιζάτος και τις διατάξεις που αφορούν στην αναγκαστική συγχώνευση , στις βασικές αρχές, για την άσκηση της κρατικής εποπτείας στους συνεταιρισμούς, που αναφέρονται σε θέματα επιχειρηματικής δράσης καθώς και στη διάταξη του συνεδρίου των αντιπροσώπων, που αφορά στην ΠΑΣΕΓΕΣ. Η «σοσιαλιστική» κυβερνηση ΓΑ Παπανδρεου παραβλέπει τη σύσταση 193/2002 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Συμφωνα με την οποία: «Oι Κυβερνήσεις οφείλουν να υιοθετήσουν μία ευνοϊκή πολιτική και ένα νομικό καθεστώς τα οποία να συμφωνούν με τη ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά των συνεταιρισμών, και να έχουν ως βάση τις συνεταιριστικές αρχές και αξίες. Να προωθούν τη διδασκαλία των συνεταιριστικών αρχών και των υφισταμένων πρακτικών εφαρμογής τους καθώς και της επιμόρφωσης που αφορά σε αυτές σε όλα τα επίπεδα όλων των εθνικών συστημάτων παιδείας και κατάρτισης και σε ολόκληρη την κοινωνία». Η Κυβερνηση ΓΑ Παπανδρεου παραβλέπει το γεγονός η ανάπτυξη του συνεταιριστικού κινήματος δεν θα προκληθεί από ένα νομοθέτημα όσο καλό και εάν είναι. Η βασική ευθύνη ανήκει στην ελληνική κοινωνία και τους αγροτικούς συνδικαλιστικούς φορείς να ενημερώσουν τους αγρότες για τις δυνατότητες που υπάρχουν και να τους ενεργοποιήσουν προς την κατεύθυνση της δημιουργίας οικονομικά εύρωστων συνεταιρισμών μέσα από τη συμμετοχή περισσότερων αγροτών σε αυτούς αλλά και τη συνένωση μικρών και δύσκολα βιώσιμων συνεταιρισμών σε μεγαλύτερες και ανταγωνιστικότερες οικονομικές μονάδες. Ηράκλειο Αύγουστος 2011