Η Πρόταση Νόμου του Μανώλη Κεφαλογιάννη που κατατέθηκε το Μάρτιο του 2014 για τη σύσταση, χρηματοδότηση και οικονομικό έλεγχο των κομμάτων καθώς και για τη ρύθμιση και τον έλεγχο των εκλογικών δαπανών,
στοχεύει στο να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα τη συζήτηση για το ρόλο των πολιτικών κομμάτων και τον έλεγχο του πολιτικού χρήματος.
Συγκεκριμένα σύμφωνα με την Πρόταση Νόμου μεταξύ άλλων:
- Ρυθμίζονται θέματα Δημοσιότητας, Διαφάνειας και Οικονομικού ελέγχου κομμάτων και υποψηφίων βουλευτών.Προβλέπεται η μείωση της σημερινής κρατικής χρηματοδότησης σε χρήμα για τα πολιτικά κόμματα τα οποία υποχρεούνται να ακολουθούν το διπλογραφικό σύστημα και να τηρούν βιβλία Γ’ Κατηγορίας. Προβλέπεται ότι τα κόμματα υποχρεούνται σε ορισμό οικονομικού υπευθύνου για την διαχείριση των οικονομικών του κόμματος καθώς και να διατηρούν ιστοσελίδα στην οποία αναρτούν τα στοιχεία του υπευθύνου των οικονομικών καθώς και τους δαπάνες διαφημιστικής προβολής του προηγουμένου έτους. Ο δανεισμός των Πολιτικών Κομμάτων από Τράπεζες δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% τους κρατικής χρηματοδότησης.
- Ρυθμίζεται η προεκλογική προβολή κομμάτων και βουλευτών και σχετικές απαγορεύσεις κατά τη διάρκεια του εκλογικού αγώνα.
- Ρυθμίζονται οι δαπάνες των κομμάτων και απαγορεύονται ρητά οι μετακινήσεις ετεροδημοτών μέσω των κομμάτων.
- Ρυθμίζονται θέματα Ιδιωτικής χρηματικής εισφοράς στα πολιτικά κόμματα και τους υποψήφιους βουλευτές και ευρωβουλευτές. Απαγορεύονται οι ανώνυμες ενισχύσεις. Καθίσταται υποχρεωτική η ονομαστικοποίηση κάθε πηγής εσόδων των πολιτικών κομμάτων χρηματικής αξίας άνω των 500 Ευρώ. Όσοι ενισχύουν πολιτικά κόμματα ή συνασπισμούς με ποσό άνω των 500 ευρώ υποχρεούνται να το αναφέρουν στη φορολογική τους δήλωση.
- Ρυθμίζονται τα θέματα των εσόδων και δαπανών υποψηφίων βουλευτών και υποψηφίων ευρωβουλευτών. Το ανώτατο όριο ιδιωτικής χρηματοδότησης υποψηφίου Βουλευτή κατά τη διάρκεια τους προεκλογικής περιόδου, καθορίζεται σε 3.000 Ευρώ
- Θεσπίζεται η Ανεξάρτητη Επιτροπή Ελέγχου των οικονομικών των κομμάτων, η οποία αποτελείται από πέντε μέλη τα οποία επιλέγονται από τους πρώην Προέδρους των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων τους χώρας, του Συμβουλίου τους Επικρατείας, του Άρειου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και από έναν εκπρόσωπο των κομμάτων από όσα εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο, χωρίς δικαίωμα ψήφου.
- Προβλέπονται διοικητικές και ποινικές κυρώσεις. Η Επιτροπή ελέγχου επιβάλλει κυρώσεις για κάθε παράβαση σε βάρος όλων των υπόχρεων (υποψήφιων βουλευτών και ευρωβουλευτών, ΜΜΕ, τραπεζών, νομικών προσώπων, ιδιωτών κτλ).
- Προβλέπεται ότι διαφημιστικές εταιρίες, εταιρίες δημοσκοπήσεων, εταιρίες ΜΜΕ αποστέλλουν κατ’ έτος τους την Επιτροπή, το περιεχόμενο και την οικονομική αποτίμηση όλων των δοσοληψιών με κόμματα και υποψηφίους βουλευτές και ευρωβουλευτές.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΝΟΜΟΥ «ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΣΤΑΣΗ, ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ»
Οι διαδικασίες τους συνταγματικής αναθεώρησης, καθώς και οι συζητήσεις που διεξάγονται τον τελευταίο καιρό για το λεγόμενο «πολιτικό χρήμα», έχουν επαναφέρει μεταξύ άλλων στην επικαιρότητα το ζήτημα τους κρατικής (αλλά και ιδιωτικής) χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων. Πρόκειται για ένα θέμα που ενώ τους χώρες τους Ευρώπης συζητήθηκε έντοναήδη από τα μέσα τους δεκαετίας του ’70 σε περιβάλλον έντονων διαφωνιών, στη χώρα τους κατ’ ουσίαν προσφάτως άνοιξε η σχετική συζήτηση λόγω τους χρονικής και οικονομικής συγκυρίας.
Η κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων αποτελεί πρόσφατη σχετικά εξέλιξη. Στα περισσότερα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα θεσμοθετήθηκε τους μεταπολεμικές δεκαετίες, ενώ και στην Ελλάδα η πρώτη σοβαρή θεσμική ρύθμιση ανάγεται στο νόμο 1443 του 1984.
Η κρατική χρηματοδότηση έρχεται να ολοκληρώσει θεσμικά την ένταξη των πολιτικών κομμάτων στο κρατικό θεσμικό πλαίσιο. Στη διαδικασία (ολικής ή μερικής) μετάλλαξης των κομμάτων από φορείς κοινωνικής εκπροσώπησης σε θεσμούς νομιμοποίησης των κρατικών πολιτικών στην κοινωνία, η κρατική χρηματοδότηση προσθέτει και τον οικονομικό παράγοντα στη σχέση κράτους-κόμματος. Στο περιβάλλον τους σύγχρονης «επαγγελματικής πολιτικής» που έχει δημιουργηθεί και η οποία αποδυναμώνει όλο και περισσότερο τα σύγχρονα κόμματα ως «εθελοντικές ενώσεις πολιτών», μεταβάλλοντάς τα σε ένα είδος «επιχειρήσεων», αντιλαμβάνεται κανείς ότι η κρατική χρηματοδότηση είναι κατ’ουσία αυτή που «συντηρεί» οικονομικά τα κόμματα.
Αποτελεί δηλαδή το θεσμικό εγγυητή τους κρατικής εξάρτησης των κομμάτων και, επιπλέον, αποτελεί το βασικότερο μοχλό για τον «από τα πάνω» έλεγχο του πολιτικού συστήματος. Μέσω τους χρηματοδότησης και τους οικονομικής συγκεντροποίησης που επιβάλλεται, περιορίζεται ασφυκτικάη δυνατότητα ύπαρξης «εξω-συστημικών» κομμάτων ή «μη-αρεστών» πολιτικών πρωτοβουλιών, στο μέτρο που όλο και περισσότερο τα κόμματα αναζητούν τους πόρους τους στο κράτος και όχι στην κοινωνία. Ο κρατικός προϋπολογισμός αναλαμβάνει να συντηρήσει τα κόμματα, τους ακριβώς συντηρεί τα Πανεπιστήμια, την Αστυνομία, τη Δικαιοσύνη, τα Νοσοκομεία ή το Στρατό.
Διατυπωνόταν ανέκαθεν το επιχείρημα ότι η κρατική χρηματοδότηση θα βοηθούσε στο να απαλλαγούν τα κόμματα από επικίνδυνες για το πολίτευμα εξαρτήσεις από ιδιωτικά συμφέροντα. Η άποψη αυτή φαινόταν λογική πριν από δύο δεκαετίες, αποδείχτηκε ωστόσο «αφελής» με το πέρασμα του χρόνου. Η κρατική χρηματοδότηση δεν εμπόδισε τους σχέσεις των κομμάτων με ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα, τουναντίον τους πολλαπλασίασε. Αυτό συνέβη για δύο λόγους: α) η κρατική χρηματοδότηση, αυξανόμενη μάλιστα χρόνο με το χρόνο, διεύρυνε συνεχώς τον «κύκλο εργασιών» των κομμάτων, έτσι που το μερίδιο τους κρατικής ενίσχυσης να καθίσταται διαρκώς ανεπαρκές. Και όσο τα κομματικά οικονομικά ελλείμματα διευρύνονταν τόσο η προσφυγή σε ιδιωτικά κεφάλαια ενισχύονταν. Τελικά δημιουργήθηκε το οξύμωρο σχήμα, να μεγαλώνει η εξάρτηση από ιδιωτικά συμφέροντα όσο μεγάλωνε η κρατική χρηματοδότηση. Β) η αναγόρευση των κομμάτων ως αποκλειστικών φορέων σχεδιασμού και υλοποίησης τους κρατικής πολιτικής κατέστησε τελικά τα κόμματα θεσμικούς διαμεσολαβητές μεταξύ κράτους και οικονομικών συμφερόντων.
Η κρατική χρηματοδότηση είχε τους και μια άλλη σοβαρή επίπτωση, αυτή τη φορά στο χώρο τους εσωκομματικής δημοκρατίας. Η κρατική χρηματοδότηση ενίσχυε ακόμη περισσότερο τον κομματικό συγκεντρωτισμό και τους τάσεις αυτονόμησης (και οικονομικά) τους εκάστοτε κομματικής «κυβερνώσας τάξης». Αυτό συνέβη ακριβώς γιατί η κρατική ενίσχυση κατευθυνόταν αποκλειστικά τους κορυφές του κόμματος– και δεν διαχεόταν στην οργανωτική του πυραμίδα -, ενώ ταυτόχρονα δεν καθιερωνόταν το δικαίωμα του ελέγχου από τα απλά μέλη ή τους οργανώσεις του κόμματος. Έτσι, με την κρατική χρηματοδότηση δεν ενισχυόταν το κόμμα ως «συλλογικός φορέας – εθελοντική ένωση προσώπων» (π.χ. που θα έδινε δυνατότητα συμμετοχής των απλών μελών σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα στην εσωκομματική ζωή με τοπικές και συλλογικές κοινωνικές δράσεις), αλλά ως γραφειοκρατικός μηχανισμός.
Η αρνητική αυτή εξέλιξη αλλοίωσε συνολικά την έννοια του κόμματος: από εθελοντική ένωση ίσων πολιτών τους επίτευξη τους κοινού σκοπού μεταβλήθηκε σε οικονομικό – διοικητικό μηχανισμό ιδίων συμφερόντων.
Στην πράξη διαπιστώνουμε τα τελευταία χρόνια ότι οι πολίτες να απεκδύονται την ιδιότητα του (συνειδητού και ενεργού) μέλους τους κόμματος και τα κόμματα να εμφανίζουν επισήμως εκατοντάδες χιλιάδες μέλη μέσω τους «εξαγοράς» κομματικών καρτών απόχρήματα τους κρατικής (ή ιδιωτικής) χρηματοδότησης. Το παιχνίδι τους (εσωκομματικής) εξουσίας παίζεται στην ουσία με χρήματα του κράτους.
Είναι βέβαιον ότι η χρονική συγκυρία ευνοεί τη συζήτηση για τη χρηματοδότηση των κομμάτων.
Ήδη, σε τους ευρωπαϊκές χώρες αναπτύσσεται και πάλι μια παρόμοια προβληματική. Είναι ίσως μια αναγκαία – αν και όχι ικανή από μόνη τους – συνθήκη για να τονωθούν οι σχέσεις κοινωνικής εκπροσώπησης και να δημιουργηθούν θεσμικά κοινωνικά αντίβαρα στον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό των σύγχρονων κομματικών συστημάτων. Αλλά κι αν ακόμα δεν είναι εφικτό να προχωρήσουμε σήμερα σε μια πλήρη κατάργηση, θα μπορούσαμε ωστόσο να κάνουμε κάποια βήματα, τουλάχιστον στην κατεύθυνση μιας καλύτερης και δημοκρατικότερης διαχείρισης των προβλημάτων που γέννησε η κρατική και η επακόλουθη ιδιωτική χρηματοδότηση των κομμάτων.
Στα πλαίσια τους υφιστάμενης νομοθεσίας η οποία μεταπολιτευτικά προσπάθησε να ελέγξει τη διαδρομή και τον τρόπο χρήσης τους χρηματοδότησης τους έγιναν συγκυριακά και ευκαιριακά κάποιες θεσμικές παρεμβάσεις τους τη σωστή κατεύθυνση.
Δεν είναι τους αρκετή διότι ευκαιριακά αντιμετωπίζει κάποια ζητήματα και όχι συνολικά με αποτέλεσμα να μην ευνοείται η διαφάνεια και ο έλεγχος τους απαιτείται από τους καιρούς τους κρίσης.
Η Έκθεση τους Διεθνούς Διαφάνειας για τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα έχει επισημάνει τα παρακάτω θέματα που χρήζουν αλλαγής , βελτίωσης ή προσαρμογής. Ειδικότερα η GRECO πρότεινε να επεκταθεί η περίοδος οικονομικών αναφορών η οποία ισχύει για τους προεκλογικές εκστρατείες, έτσι ώστε η οικονομική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια τους περιόδου τους να καταγράφεται με ακρίβεια και πληρότητα (σύσταση i),
- (i) να καταργηθεί η δυνατότητα χρήσης ανώνυμων κουπονιών για δωρεές σε πολιτικά κόμματα, συνασπισμούς και υποψηφίους και (ii) να θεσπιστεί απαίτηση τους οι δωρεές, οι οποίες υπερβαίνουν ένα ορισμένο όριο, τους πολιτικά κόμματα και συνασπισμούς και, ενδεχομένως, υποψηφίους τους εκλογές, να πραγματοποιούνται μέσω τραπεζικού εμβάσματος (σύσταση ii),
- να ληφθούν κατάλληλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα δάνεια που χορηγούνται σε πολιτικά κόμματα, συνασπισμούς και υποψηφίους δεν θα χρησιμοποιούνται για την παράκαμψη των κανονισμών πολιτικής χρηματοδότησης, ιδίως διαπιστώνοντας αν τα δάνεια εξοφλούνται σύμφωνα με τους όρους με τους οποίους χορηγήθηκαν (σύσταση iii),
-να διασφαλιστεί ότι όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παρέχονται σε είδος τους πολιτικά κόμματα, συνασπισμούς, μέλη του ελληνικού και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τους υποψηφίους σε εκλογές (πλην τους εθελοντικής εργασίας από μη-επαγγελματίες) θα προσδιορίζονται σωστά και θα καταγράφονται πλήρως, στην αγοραία αξία τους, τόσο ως όσον αφορά τους λειτουργικές δραστηριότητες των κομμάτων και συνασπισμών, όσο και όσον αφορά τους προεκλογικές εκστρατείες (σύσταση iv),
- να απεικονίζεται σωστά τους κομματικούς λογαριασμούς η αξία των υπηρεσιών που παρέχονται από δημόσιους υπαλλήλους οι οποίοι αποσπώνται για την παροχή συνδρομής τους μέλη του ελληνικού ή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να βεβαιώνεται ότι οι πληροφορίες αυτές είναι άμεσα διαθέσιμες στο κοινό (σύσταση v),
- να αυξηθεί η διαφάνεια των λογαριασμών και των δραστηριοτήτων των οντοτήτων που σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με πολιτικά κόμματα, ή είναι, με άλλο τρόπο, υπό τον έλεγχό τους (σύσταση vi),
- να θεσπιστούν απαιτήσεις για την έγκαιρη δημοσίευση των ιδιωτικών δωρεών τους πολιτικά κόμματα, συνασπισμούς και υποψηφίους, πάνω από ένα ορισμένο όριο (σύσταση vii),
- να αυξηθεί σημαντικά η διαφάνεια τους χρηματοδότησης των προεκλογικών εκστρατειών, ιδίως (i) καθιστώντας εμφανή την οικονομική υποστήριξη από πολιτικά κόμματα και συνασπισμούς τους υποψηφίους σε δημοτικές και περιφερειακές εκλογές και (ii) θεσπίζοντας απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων και δημοσίευσης για όλους τους υποψηφίους των εκλογών ή τους καταλόγους των υποψηφίων, σε όλα τα επίπεδα (σύσταση viii),
- να διευκολυνθεί η εύκολη πρόσβαση του κοινού σε δημοσιευμένες πληροφορίες σχετικά με τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και των προεκλογικών εκστρατειών (σύσταση ix),
- να διασφαλιστεί ο ανεξάρτητος έλεγχος όσον αφορά στα πολιτικά κόμματα που υποχρεούνται να τηρούν βιβλία και λογαριασμούς (σύσταση x),
- να ενισχυθεί σημαντικά η ανεξαρτησία τους Επιτροπής Ελέγχου έναντι των πολιτικών κομμάτων και συνασπισμών (σύσταση xi),
- να διασφαλιστεί μια ουσιαστικότερη και συνεχής παρακολούθηση των οικονομικών εγγράφων των πολιτικών κομμάτων, συνασπισμών και υποψηφίων (σύσταση xii),
- (i) να διασφαλιστεί η δημοσίευση και η εύκολη πρόσβαση του κοινού τους εκθέσεις τους Επιτροπής Ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων και των προσαρτημάτων που περιέχουν τους εκθέσεις των ορκωτών ελεγκτών, και (ii) να θεσπιστεί η δυνατότητα, για τα μέλη τους Επιτροπής Ελέγχου, να εκφράζουν και να δημοσιεύουν διιστάμενες ή μειοψηφικές απόψεις σχετικά με την έκθεση τους Επιτροπής (σύσταση xiii),
- να διασφαλιστεί ότι οι φάκελοι θα μπορούν να ανοίγουν εκ νέου, όταν έρχονται στο φως νέες πληροφορίες και να τροποποιηθούν οι κανόνες σχετικά με την τήρηση των οικονομικών εγγράφων από κόμματα, συνασπισμούς, υποψήφιους, καθώς και από την ίδια την Επιτροπή Ελέγχου, κατά περίπτωση (σύσταση xiv),
- να διασφαλιστεί ότι η πολιτική χρηματοδότηση σε υπο-εθνικό επίπεδο θα αποτελεί αντικείμενο ελέγχου από ανεξάρτητο και αποτελεσματικό μηχανισμό ελέγχου, κατά προτίμηση υπό την επίβλεψη τους Επιτροπής Ελέγχου (σύσταση xv),
- (i) να θεσπιστεί απαίτηση, έναντι τους Επιτροπής Ελέγχου και των ελεγκτών, να αναφέρουν εικαζόμενες παραβιάσεις των κανόνων σχετικά με την πολιτική χρηματοδότηση τους τους αρχές επιβολής του νόμου και (ii) να διασφαλιστεί ότι ο μηχανισμός, με τον οποίο επιβάλλονται κυρώσεις για παραβιάσεις των κανόνων πολιτικής χρηματοδότησης, λειτουργεί αποτελεσματικά στην πράξη (σύσταση xvi).
Ενόψει δε τους συζήτησης για τη συνταγματική αναθεώρηση θα πρέπει να επανατοποθετηθούν τα ζητήματα που αφορούν τόσο στο ρόλο των πολιτικών κομμάτων όσο και στην αυστηροποίηση των συνεπειών από τους παραβιάσεις των κανόνων διαφάνειας και δημοκρατίας.
Θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος των κομμάτων ως υπαρκτές κοινωνικές οντότητες , να έχουν δηλαδή υπαρκτά ενεργά μέλη με υπαρκτό κοινωνικό περίγυρο, τα οποία θα μπορούν να στηρίξουν και να συμβάλλουν στην λειτουργία του κόμματος που συμμετέχουν και να προάγουν τη δράση τους σε εθελοντική βάση.
Λαμβάνοντας τα ανωτέρω υπόψη η συγκεκριμένη πρόταση νόμου στοχεύει στο να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα τη συζήτηση για το ρόλο και την ύπαρξη των πολιτικών κομμάτων και τον έλεγχο του πολιτικού χρήματος από κάθε πηγή.